ψυχοπαθειολογία

ψυχοπαθειολογία
η, Ν
βλ. ψυχοπαθολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπαθολογία — και ψυχοπαθειολογία, η, Ν ιατρ. κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη συγκριτική μελέτη τών φυσιολογικών και τών παθολογικών διεργασιών τής ψυχικής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychopathologie (< ψυχή + παθολογία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”